- ομοκεντρικός
- -ή, -ό1. μαθημ. αυτός που έχει το ίδιο κέντρο με έναν άλλο, ομόκεντρος («σχήματα ομοκεντρικά»)2. φρ. «ομοκεντρική φωτεινή δέσμη» ή «ισογενής φωτεινή δέσμη»φυσ. φωτεινή δέσμη τής οποίας όλες οι ακτίνες διέρχονται από το ίδιο σημείο.επίρρ...ομοκεντρικώς και -άμε ομοκεντρικό τρόπο, με κοινό κέντρο («οι κύκλοι είναι ομοκεντρικώς διατεταγμένοι στον χώρο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ομόκεντρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στο περιοδικό Προμηθεύς].
Dictionary of Greek. 2013.